Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Χρῆστος Γιανναρᾶς Τι βεβαιώνει η συγκυβέρνηση


Από τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, συνάγεται εικόνα του πολιτικού τοπίου αλγεινή. Mε τη χώρα κατεστραμμένη και τον πληθυσμό σε απόγνωση, οι νοο-τροπίες ίδιες και ανάλλαχτες σε ολόκληρο το κομματικό φάσμα, η όραση μυωπική, η ιδιοτέλεια αυτονόητη.
Mοναδική έγνοια της δικομματικής κυβέρνησης να κρατηθεί, με κάθε τρόπο, στην εξουσία. Aδιανόητο να συνεργαστούν με την αντιπολίτευση, να συναινέσουν στις πολύ βασικές προϋποθέσεις για την ανάκαμψη από τη συντελεσμένη καταστροφή. H κομματική αντιπαράθεση παραμένει παγιδευμένη στη λογική της αρχής: «ο όλεθρός σου, κέρδος μου».
Aδιανόητο να συνεργαστούν και με την κοινωνία, να ζητήσουν συστράτευση του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα – να αξιοποιήσουν την ποιότητα, τους αριστείς, τους διαπρεπείς στη γνώση, στην επιτελική ικανότητα και πείρα, στο ήθος. Δεν μοιάζει να υπάρχει κόμμα που να μην αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν διαχείριση της παρακμής, κόμμα που να επαγγέλλεται τομές, ρήξεις με την κατεστημένη διαφθορά και όχι «βελτιώσεις», να υπόσχεται συγκεκριμένα ρεαλιστικά τολμήματα για τη νεκρανάσταση της δημιουργικής πρωτοβουλίας, τη συγκρότηση εξ υπαρχής κράτους λειτουργικού και αξιόπιστου.
Tα δύο κόμματα που σήμερα συγκυβερνούν, αλληλομάχονταν, σαράντα ολόκληρα χρόνια, φανατίζοντας τον λαό και χτίζοντας μεθοδικό διχασμό – ώς και «γαλάζια» ή «πράσινα» καφενεία. Yπεράσπιζαν, υποτίθεται, διαφορές πολιτικές, κοινωνικών στόχων και ατομικών πεποιθήσεων, ενώ τα εξομοίωνε, ολοφάνερα, η ίδια άπληστη ιδιοτέλεια, η αρρωστημένη δίψα εξουσίας και πλουτισμού. Tώρα που συγκυβερνούν, φάνηκε γυμνή ψευτιά η σαραντάχρονη αντιμαχία τους, απόλυτη η εξομοίωση της φαυλότητας, της ανικανότητας, της διαφθοράς. Oμως δεν διαθέτουν έστω και ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας που παραμύθιαζαν τον λαό με τις δήθεν αγεφύρωτες διαφορές τους.
Aυτό που συμβαίνει σήμερα με τη συγκυβέρνηση γαλάζιου και πράσινου ΠAΣOK, είναι λογικά πιθανότατο να ξανασυμβεί με δεύτερο κυβερνητικό εταίρο τον ΣYPIZA. H Iστορία εκδικήθηκε την αναίδεια του πασοκικού κλασαυχενισμού, απώθησε στο «χρονοντούλαπό» της τους οιηματίες, τους κατέστησε πολιτικά ανύπαρκτους, καθηλωμένους στο 4% της λαϊκής προτίμησης. Στα ίδια ποσοστά θα ήταν και η N.Δ., αν δεν την πριμοδοτούσε ο τρόμος των ψηφοφόρων για τη νεοναζιστική παράνοια ή ο έλλογος φόβος για την πανσπερμία από «φρικιά» στον ΣYPIZA. Aλλά, όπως φυσιολογικότατα συνενώθηκαν σε από κοινού νοσφισμό και νομή της εξουσίας N.Δ. και ΠAΣOK, το ίδιο είναι λογικά πιθανότατο να επαναληφθεί και με συγκυβέρνηση N.Δ. και ΣYPIZA. Διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής έχουν και οι δύο, ούτε καν διανοούνται τομές και ρήξεις, οι διαφορές τους είναι μόνο σε επίπεδο χειρισμών. Tους χωρίζουν ώς τώρα και κάποιες ψυχολογικές αγκυλώσεις, αλλά αυτές αποδείχτηκε ότι σαρώνονται ταχύτατα με την οργασμική απόλαυση της εξουσίας.
Mε τη σημερινή συγκυβέρνηση Σαμαρά – Bενιζέλου πρέπει να έγινε φανερό και στους πιο σκληροπυρηνικούς, τους χρυσοπληρωμένους ή εξηλιθιωμένους οπαδούς, γαλάζιους και πράσινους, ότι τα δύο κόμματα δεν διέφεραν ποτέ σε τίποτα. Διαφοροποιήθηκαν μόνο ποσοτικά, όχι ποιοτικά, σε ικανότητα διεύρυνσης του πελατειακού κράτους – η γκαιμπελική ευφυΐα του Aνδρέα κατάφερε να εμφανίσει τον ολοκληρωτικό εκπασοκισμό του δημόσιου μηχανισμού και την κραιπαλώδη λωποδυσία – καταλήστευση των πακτωλών της ευρωπαϊκής βοήθειας (την προορισμένη για «σύγκλιση» της ελληνικής με τις προηγμένες οικονομίες) σαν τάχατες «αναδιανομή» του κοινωνικού πλούτου.
Kαταλαβαίνουν πια και οι αφελέστεροι, ότι αυτό που πραγματοποιούν σήμερα οι Σαμαράς – Bενιζέλος για λόγους ακραιφνώς ιδιοτελείς (ο ένας για να γευθεί πρωθυπουργία, ο άλλος για να συγκαλύψει κομματικά εγκλήματα), θα μπορούσαν να το είχαν επιχειρήσει οι προκάτοχοί τους για λόγους πολιτικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικού συμφέροντος. Kωνσταντίνος Mητσοτάκης, Kώστας Σημίτης, Kαραμανλής ο βραχύς, αν είχαν πρώτη έγνοια άλλη από το πελατειακό κράτος και την ηδονή της εξουσίας, θα είχαν συνεργαστεί με την αξιωματική ο καθένας αντιπολίτευσή του, τουλάχιστον για ένα και μόνο στόχο: Oι πέρα από κάθε φαντασία και προσδοκία πακτωλοί χρημάτων που εισέρρευσαν στη χώρα, πρώτη φορά στην ιστορία της, για τη «σύγκλιση» της ελληνικής με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, να μεταμορφώσουν πραγματικά την Eλλάδα σε κράτος με σύγχρονη οργάνωση, παραγωγικότητα και ευημερία. H ευκαιρία ήταν ιστορικά μοναδική για τον Eλληνισμό, οι δυνατότητες σχεδόν παραμυθένιες. Kαι διαχειρίστηκαν την ευκαιρία κόμματα σπιθαμιαίων και λωποδυτών.
Eίναι λογικά αυτονόητο και πολιτικά αναγκαίο να υπάρχουν διαφορές στις σκοποθεσίες, στις προτεραιότητες, στα κριτήρια, στα προγράμματα των κομμάτων. Aλλά να έχουν προηγουμένως εξασφαλιστεί τα στοιχειώδη της οργανωμένης συλλογικότητας, να έχει οικοδομηθεί η στέρεη βάση μιας συμφωνίας για τα προϋποθετικά ουσιώδη. Tέτοια στέρεη βάση και συμφωνητικό για τις κοινές προϋποθέσεις των ποικίλων διαφορών είναι το Σύνταγμα. Oμως και το Σύνταγμα στην Eλλάδα το κόβουν και το ράβουν στα μέτρα τους τα κόμματα όταν βρίσκονται στην εξουσία – εκφράζει και κατοχυρώνει την κομματοκρατία, όχι τη λαϊκή βούληση, όχι το άθλημα της δημοκρατίας.
Oι κομματικές αντιπαλότητες στην Eλλάδα δεν είναι πολιτικές ούτε καν ιδεολογικές, είναι αντιπαλότητες ιδιοτελέστατων συμφερόντων, ίδιες και απαράλλαχτες με τις αντιπαλότητες των ποδοσφαιρικών ομάδων: ψηφίζουμε παίκτες, εύστοχες μεταγραφές, ίσως προπονητή, προτίμηση για τον επιχειρηματία που «μανατζάρει» την ομάδα, ψηφίζουμε εντύπωση, «μύθο», ψυχολογική αγκύλωση. Tο παιχνίδι είναι έτσι στημένο, ώστε η μάζα να γαυριά παθιασμένη στις κερκίδες, να βιώνει σαν προσωπική μετοχή σε αγώνα το παραισθησιογόνο θέαμα – ενώ στον στίβο παίζονται ιλιγγιώδη ποσά «μεταγραφής» παικτών και ποσά τζόγου. Kάπως έτσι οριοθετεί την πολιτική το παπανδρεϊκό Σύνταγμα του 1985.
Eλπίδα για τον Eλληνισμό θα γεννηθεί, μόνο αν ξεμυτίσει και επιβιώσει κόμμα που θα επαγγελθεί καινούργιο Σύνταγμα, από Συντακτική Eθνοσυνέλευση. Mε αποκλεισμό από τη σύνταξή του των κομματικών συντεχνιών, των υπόλογων για τον υπερδανεισμό της χώρας και την καταλήστευση τόσο της ευρωπαϊκής βοήθειας όσο και των δανείων.

Πότε θα γίνουμε Ευρωπαίοι;


Του Γιάννη Βαρουφάκη
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά τα πρόσφατα δημοσιεύματα περί των εμβασμάτων βουλευτών μας στο εξωτερικό, καθώς και η όλη κακοφωνία που δημιουργήθηκε γύρω από το «θέμα» αυτό, μου προκάλεσαν συνδυασμό περιέργειας και στενοχώριας. Το να κάνει θέμα τα «εμβάσματα» κάποιος που θέλει την Ελλάδα περιχαρακωμένη και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης το κατανοώ. Το να συζητούν όμως τέτοια ζητήματα...
οι ίδιοι άνθρωποι που συμφωνούν με την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, ακόμα και στην ευρωζώνη, είναι τουλάχιστον περίεργο. Καταδεικνύει μάλιστα μια πικρή αλήθεια: ακόμα και οι υποστηρικτές της συμμετοχής της Ελλάδας στους θεσμούς της ΕΕ δεν έχουν ενστερνιστεί τις βασικές αρχές της.

Για να το πω απλά, η ΕΕ βασίζεται (καλώς ή κακώς) στην αρχή της ελεύθερης διακίνησης (εντός των συνόρων της) ανθρώπων, αγαθών και χρήματος. Είναι δυνατόν να είναι κανείς υπέρ της συμμετοχής μας στην ΕΕ, αλλά να απαιτεί περιορισμούς στην έλευση πολιτών ή εισαγωγών των χωρών της ΕΕ στην χώρα μας; Σε καμία περίπτωση. Το ίδιο ισχύει και για το χρήμα: μπορεί ένας θιασώτης της παραμονής μας στην ΕΕ να απαιτεί κρατικούς ελέγχους στην εξαγωγή «συναλλάγματος» προς χώρες της ΕΕ; Και πάλι σε καμία περίπτωση. Πόσο μάλιστα για εκείνους που εξακολουθούν να θέλουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη: είναι δυνατόν να θέλουν την Ελλάδα εντός μιας νομισματικής ένωσης αλλά να θέτουν ζήτημα όταν έλλην πολίτης στέλνει έμβασμα σε άλλα μέρη της ένωσης αυτής; Δεν κατανοούν ότι, εάν πιστεύουν στην νομισματική ένωση, δεν έχει καμία διαφορά το να στείλει κάποιος έμβασμα από την Αθήνα σε άλλη εγχώρια τράπεζα, π.χ., στην Ξάνθη από το να στείλει έμβασμα προς τράπεζα, π.χ.,της Φραγκφούρτης;

Αποφασίστε λοιπόν κύριοι και κυρίες: είτε θέλετε να είμαστε στην ευρωζώνη, οπότε οι δύο περιπτώσεις είναι πανομοιότυπες (ηθικά, νομικά και από οικονομικής άποψης), είτε θέλετε Grexit. Αυτό που δεν νοείται είναι και να θεωρείτε σωστή και επιθυμητή την παραμονή μας στην ευρωζώνη και να «ελέγχετε» συμπολίτες μας για έμβασμα προς τράπεζα του εξωτερικού.(*) Η δια των μέσων «ποινικοποίηση» των εμβασμάτων από θιασώτες της ευρωζώνης δεν είναι παρά δήλωσή τους ότι τελούν υπό καθεστώς βαθειάς σύγχισης. Το θέαμα φιλο-ευρωπαϊστών βουλευτών που αναγκάζονται να «απολογούνται» για το ότι έστειλαν χρήματα στο εξωτερικό (και να αυτο-προσβάλλονται εξηγώντας ότι το έκαναν για την ασθένεια ή τις σπουδές μελών της οικογένειας ή ότι τα χρήματα τα ξανα-έφεραν πίσω) είναι θλιβερό και, εν τέλει, αποδεικνύει κάτι πολύ απλό:

Ακόμα και οι φιλο-ευρωπαϊστές παραμένουν, τουλάχιστον ως προς την αντίληψη, μη ευρωπαίοι. Ακόμα και οι υποστηρικτές της παραμονής μας στην ευρωζώνη παραμένουν προσκολλημένοι στην ξεπερασμένη (εντός της ευρωζώνης) έννοια της «εξαγωγής συναλλάγματος», σαν να μην έχουν κατανοήσει ότι δεν υπάρχει πλέον ελληνικό νόμισμα για να εξαχθεί στο εξωτερικό.

Το πρόβλημα, βέβαια, της ευρωπαϊκής μας συνείδησης είναι πολύ βαθύτερο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως μη ευρωπαίο. Η πλειοψηφία των κριτικά ιστάμενων προς τις πολιτικές της ΕΕ τείνουν να βλέπουν την ΕΕ ως τον «ξένο» που αντιμετωπίζει άσπλαχνα την χώρα μας -περίπου όπως η Υψηλή Πύλη αντιμετώπιζε τους «ραγιάδες». Όπως οι έλληνες δεν ένιωθαν πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι και οι απορρίπτοντες την ΕΕ και τις πολιτικές της, νιώθουν ότι η ΕΕ τους απειλεί και πως, γι' αυτό τον λόγο, δεν είναι πολίτες της. Παράλληλα, και εξ ίσου θλιβερά, οι της «άλλης» πλευράς λαμβάνουν ως δεδομένο ότι ό,τι αποφασίσει η Ευρώπη, είτε γενικά για την Ευρώπη είτε ειδικά για την Ελλάδα, «σωστό πρέπει να είναι»- εξ ορισμού. Κατά βάθος, όμως,, κι αυτοί οι ακραιφνείς ευρωπαϊστές πιστεύουν ότι δεν τους αξίζει ο τίτλος του Ευρωπαίου – ότι οι έλληνες είμαστε λαθρεπιβάτες της ΕΕ και της ευρωζώνης – ότι «δεν δικαιούμαστε δια να ομιλούμε», εκτός αν το μόνο που λέμε είναι ΝΑΙ σε ό,τι ανοησία αρθρώνει το Βερολίνο, η Φραγκφούρτη ή οι Βρυξέλλες.

Κι όμως: αν η Ευρώπη αξίζει κάτι, αν η Ευρώπη ορίζεται από κάτι, αυτό δεν είναι άλλο από την κριτική σκέψη και στάση. Είμαι Ευρωπαίος σημαίνει, υπό αυτή την έννοια που παραπέμπει στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, ότι κρίνω αμείλικτα τον εαυτό μου, το έθνος μου, την ίδια την Ευρώπη. Ο Λούθηρος, ο Καντ, ο Ρουσώ, ο Μαρξ, η Σχολή της Βιέννης, η Σχολή της Φραγκφούρτης ποτέ δεν είπαν «αν αυτό λένε οι αρχές έτσι θα είναι». Ούτε και είπαν: «Αυτό δεν συνάδει με το συμφέρον της φυλής μου, του έθνους μου, άρα το απορρίπτω.» (**)

Πότε λοιπόν θα γίνουμε Ευρωπαίοι; Κάποιοι δεν θέλουν να γίνουν. Τους σέβομαι απέραντα, καθώς παραμένουν συνεπείς με τα «πιστεύω» τους θεωρώντας είτε ότι η Ορθοδοξία δεν χωρά στην Ευρώπη του Διαφωτισμού είτε ότι ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΕ είναι αθεράπευτος και, συνεπώς, η Ευρώπη της  ΕΕ είναι προς αποφυγήν. Για εμάς τους υπόλοιπους η απάντηση είναι απλή: Θα γίνουμε ευρωπαίοι όταν θα μάθουμε να στεκόμαστε το ίδιο κριτικά απέναντι τόσο στην ΕΕ και τους θεσμούς της όσο και στο εθνικό μας κράτος.

(*) Κάποιοι θα πουν ότι ο ντόρος γίνεται για το εάν οι εξάγοντες «συνάλλαγμα» είχαν δηλώσει τα χρήματα αυτά στην Εφορία. Άσχετο! Αυτό το ερώτημα, όσο εύλογο και να είναι, δεν αφορά μόνο χρήματα που στέλνει έλληνας πολίτης στην Φραγκφούρτη αλλά και χρήματα που στέλνει στην Ξάνθη ή στην Μύκονο (για να αγοράσει βίλα). Εκεί όμως δεν άκουσα να γίνεται ντόρος; Τα εμβάσματα στο εξωτερικό είναι αυτά που δημιουργούν ντόρο καθώς παραπέμπουν στην παρωχημένη έννοια της εξαγωγής «συναλλάγματος».

(**) Επί προσωπικού, πολλοί δράττονται της έντονηςκριτικής που ασκώ στην Ευρώπη (σε βαθμό που αγγίζει την καταδική της, π.χ. βλ. εδώ) για να με χαρακτηρίσουν αντι-ευρωπαϊστή. Σφάλλουν. Μέσα από την κριτική μου στάση απέναντι στην Ευρώπη βιώνω την έντονη, και περήφανη, ευρωπαϊκή μου ταυτότητα.

Πηγή:  protagon.gr

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ

| Author: 

kartesios160214
Μια βαριέμαι, μια συγχύζομαι. Με τα ίδια πράγματα. Ρωτούσαν πάλι οι τηλεκάφροι τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ στα κυριακάτικα πρωινά πάνελ : «Κι αν δεν πετύχει αυτό που λέτε, ποιο είναι το plan B;»  Και συνηγορούσαν τα τσακάλια, οι εκπρόσωποι της συγκυβέρνησης: «Μα αυτό πρέπει να καταλάβει ο κόσμος, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει plan B κι αυτό είναι καταστροφικό».
Στουρνάρας στο Bloomberg (5/8/2013): «Δεν υπάρχει plan B για την Ελλάδα»
Μην το κουράσουμε άλλο. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν όντως plan A προεκλογικά και plan B μετεκλογικά. Φαίνεται ξεκάθαρα και στη φωτογραφία. Όταν ο Σαμαράς κέρδισε την εξουσία ως «διαπραγματευόμενος μνημονιακός» ομολόγησε χωρίς ντροπή ότι δεν υπήρχε άλλο plan B, αλλά μόνο αυτό της εξαπάτησης. Αυτό ακριβώς ζητάνε οι τηλεκάφροι και από τον ΣΥΡΙΖΑ.  Το να απαιτείς από κάποιο κόμμα  να σου παρουσιάσει το plan Β του, είναι σαν να του ζητάς να ομολογήσει εκ των προτέρων ότι θα κοροϊδέψει τους ψηφοφόρους. Ότι δηλαδή, σε σχέση με το Μνημόνιο, άλλο θα υποσχεθεί –plan A- και άλλο θα πράξει – plan B.
Η εξουσιοδότηση που δίνει το εκλογικό σώμα στο πρώτο κόμμα αφορά αποκλειστικά στις επίσημες προθέσεις του. Δε χωράνε διαζευκτικά «ή» στις επίσημες προθέσεις. Δηλαδή, αυτό που ζήσαμε με τη συγκυβέρνηση, η οποία υποσχόταν προεκλογικά σκληρή επαναδιαπραγμάτευση και μετεκλογικά δήλωσε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει σκληρή επαναδιαπραγμάτευση, ζητούν τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ να το καταθέσει ως επίσημη πρότασή του. Έχουμε λαλήσει εντελώς;
Τα πράγματα σε αυτούς τους καιρούς πρέπει να είναι εντελώς ξεκάθαρα και χωρίς εναλλακτικές διαδρομές, είτε κρυφές είτε φανερές. Το plan A, είναι αυτό που ζούμε εδώ και 4 –πάμε για 5ο- χρόνια. Το εφάρμοσε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και το συνεχίζει η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου- Κουβέλη (είναι αργά για δάκρυα κυρ-Φώτη). Το ζήσαμε και το ζούμε. Αυτό θα ξαναπάρει ή όχι έγκριση στις επόμενες εκλογές.
Το plan B είναι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το mix από Σταθάκη μέχρι Λαφαζάνη που θα πρέπει να καταλήξει οριστικά το δυνατόν συντομότερα και να το περιγράψει υπεύθυνα ο Τσίπρας. Αυτό το σχέδιο θα κατατεθεί ως εναλλακτική πρόταση στο plan A της συγκυβέρνησης και με αυτό θα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ να κριθεί στις εκλογές. Αλίμονο σε όλους αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανιστεί ως ταβερνάκι και αρχίσει τα «αν δε θέλετε κρέας έχουμε εναλλακτικά και ψαράκι».  Αυτή θα είναι η καταστροφή της αξιοπιστίας του στα μάτια των πολιτών, διότι τι χειρότερο από το να ομολογείς ότι στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ένας ακόμη Σαμαράς;
Το plan C ανήκει στο ΚΚΕ που είναι το ξεκαθαρισμένο εδώ και δεκαετίες. Έξω από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Τέλος! Δηλαδή έχει ερωτηθεί ποτέ από δημοσιογράφο ο Γραμματέας του ΚΚΕ «ποιο είναι το εναλλακτικό σας σχέδιο σε περίπτωση που δεν καταφέρετε να βγάλετε τη χώρα από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ;». Μα αν το ΚΚΕ πάρει κάποτε την εξουσία θα είναι επειδή ο λαός έδωσε την εντολή να βγάλει τη χώρα από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.
Γιατί, λοιπόν, ρωτάνε τον ΣΥΡΙΖΑ για το εναλλακτικό του σχέδιο; Αν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν κινηθεί σύμφωνα με το σχέδιο που θα έχει καταθέσει προεκλογικά, τότε η λογική και η δημοκρατία λέει ότι θα πρόκειται για απατεώνες και θα πρέπει να ξαναγίνουν εκλογές άμεσα. Δηλαδή με ποια λογική απολύονται όσοι δημόσιοι υπάλληλοι προσλήφθηκαν έχοντας καταθέσει πλαστά δικαιολογητικά, αλλά μένουν στην εξουσία κόμματα που κατέθεσαν πλαστά προγράμματα, σχέδια και υποσχέσεις;
Ναι, ο Σαμαράς σήμερα θα έπρεπε κανονικά να είχε απολυθεί. Όλα τα Ζάππεια ήταν πλαστά, όλες οι υποσχέσεις για επαναδιαπραγμάτευση ήταν πλαστές, όλα τα προγράμματα που κατέθεσε για μισθούς, συντάξεις, ανεργία και ύφεση ήταν πλαστά. Όμως δεν απολύεται ο Σαμαράς διότι έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι. Είναι η δημοκρατία τους τέτοια, που σου βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα μόλις ψηφίσεις την απάτη τους.
Το ίδιο ακριβώς ζητάνε τώρα οι τηλεκάφροι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Του λένε «σίγουρα προσπαθείς να εξαπατήσεις τους ψηφοφόρους, οπότε για πες μας πως θα τα μπαλώσεις όταν αποκαλυφτείς;». Το να παραδεχτεί κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει plan B είναι σα να περνάει τη θηλιά στο λαιμό του. Και τότε, πραγματικά ο Σαμαράς δε θα έχει λόγο να πάει σε εκλογές. Θα τις έχει κερδίσει από τα αποδυτήρια με τη βοήθεια των τηλεκάφρων και την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι διαθέτει ένα και μοναδικό σχέδιο το οποίο θα ακολουθήσει πιστά. Διότι, άλλο πράγμα η ευελιξία στην προσπάθεια να κατακτήσεις τον στόχο σου και εντελώς άλλο η απατεωνιά τού να αλλάζεις στόχο στη διαδρομή.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΦΟΥΣΚΕΣ ΚΑΙ ΜΠΑΡΜΠΟΥΤΣΑΛΑ

Εδώ που φτάσαμε έχουν χάσει πλέον όλες οι λέξεις τη σημασία τους. Βγαίνει ο Σαμαράς και αμολάει την αρλούμπα για «ευκαιρίες απασχόλησης» σε 400.000 άνεργους, αλλά από αυτές μόνο οι 100.000 άμεσα! Και ποια είναι αυτή η ευκαιρία; Να κάνουν οι άνεργοι διάλειμμα από την ανεργία. Τουτέστιν, καμία ευκαιρία για ελπίδα, για αρχή, για ξεκίνημα, για δημιουργία. Έφτασε ο πρωθυπουργός μιας χώρας να υπόσχεται ευκαιρίες για ένα πιάτο φαγητό για κάποιους μήνες. Και το δηλώνει!

Κι επειδή η ευκαιρία μοιράζεται στα τρία, τρεις είναι και οι πυλώνες αυτής της ευκαιρίας απασχόλησης. Τα προγράμματα, λέει ο πρωθυπουργός,  του πρώτου πυλώνα αφορούν 114.000 ανέργους όλων των κατηγοριών. Τη συνέχεια δεν την κατάλαβα, αλλά κάτι ανέφερε για «επιταγή εισόδου για νέους έως 29 ετών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις». Κρατάω το «ιδιωτικές επιχειρήσεις».
Στον ιδιωτικό τομέα η ευκαιρία και η αξιοκρατία είναι πολύ σημαντικές έννοιες. Ο εργοδότης θα δώσει την ευκαιρία σε εκείνον που ο ίδιος θεωρεί άξιο και χρήσιμο. Πώς γίνεται, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να τονίζει «πως η επιλογή των συμμετεχόντων σε αυτά τα προγράμματα θα γίνεται με αξιοκρατικά κριτήρια»;
Ποιο είναι το αξιοκρατικό κριτήριο που θα θέσει ο Σαμαράς ή η όποια επιτροπή δημιουργήσει;  Ποιος είπε στον Σαμαρά ότι ο επιχειρηματίας θα επιλέξει τον εργαζόμενό του με κοινωνικά κριτήρια και με βάση το χρόνο ανεργίας του; Πόσο βοηθά αυτή η επιλογή τον εργαζόμενο και πόσο τον επιχειρηματία; Έχασε κάθε επαφή με την πραγματικότητα ο πρωθυπουργός; Ποιες είναι οι επιχειρήσεις που μείωσαν τον αριθμό του προσωπικού τους λόγω μείωσης κύκλου εργασιών και θα δεχτούν τώρα να προσλάβουν νέους εργαζόμενους που ίσως δεν τους χρειάζονται μόνο και μόνο επειδή το ανακοίνωσε ο Αντουάν; Ποια επιχείρηση θα πληρώσει έστω κι ένα ευρώ για έναν εργαζόμενο που δεν τον έχει επιλέξει η ίδια και μάλλον δεν τον χρειάζεται; Είναι προφανές ότι ψάχνει για μαλάκες ο κ. Σαμαράς.
Ο δεύτερος πυλώνας, είπε ο πρωθυπουργός, είναι το πρόγραμμα «εγγύηση για την νεολαία» και  ο πυλώνας αυτός θα χορηγεί εργασιακή εμπειρία μαζί με κατάρτιση και μαθητεία όπου χρειάζεται σε όλους τους νέους μέχρι 24 ετών που δεν εργάζονται πουθενά και που δεν φοιτούν σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί, γνωρίζουμε τα περί «εργασιακής εμπειρίας» που στη νεοελληνική μεταφράζεται ως «μαθαίνω να τραβάω κουπί σε γαλέρα».
Ο τρίτος πυλώνας είναι ο καλύτερος. Αυτός ο πυλώνας, σύμφωνα με τον  πρωθυπουργό, αφορά 90.000 δικαιούχους, κυρίως ανέργους από νοικοκυριά που δεν έχουν κανένα εργαζόμενο μέλος μέσα στην οικογένεια τους και αφορούν κυρίως κοινωφελή εργασία στο Δημόσιο Τομέα. Ρε γίγαντα, πάλι στο Δημόσιο Τομέα οι «ευκαιρίες»; Τους χρειάζεσαι αυτούς τους 90.000 στο Δημόσιο ή όχι; Αν δεν τους χρειάζεσαι γιατί φορτώνεις πάλι το Δημόσιο; Για να μετράς περισσότερους όταν ανακοινώνεις δημόσιους υπαλλήλους και να τους βγάζεις στα μανταλάκια; Αν πάλι τους χρειάζεσαι, τι γίνεται με αυτές τις κενές 90.000 θέσεις που υπάρχουν σήμερα στο Δημόσιο και θα υπάρχουν όταν λήξει το 5μηνο των συμβασιούχων; Εν ολίγοις, χρειάζεται υπαλλήλους το Δημόσιο όπως λέει ο Σαμαράς ή περισσεύουν υπάλληλοι στο Δημόσιο όπως λέει ο Κούλης του Μητσοτάκη;
Προφανώς δεν έχει χάσει επαφή μόνο με την πραγματικότητα του ιδιωτικού τομέα ο Σαμαράς, αλλά και με την πραγματικότητα του δημόσιου τομέα. Έχει χάσει επαφή με τα πάντα. Υπόσχεται θέσεις εργασίας, επιδοτήσεις, δήθεν ευκαιρίες με χρήματα του ΕΣΠΑ και δίχως καμία αναπτυξιακή προοπτική, αλλά το βλέπει όλο αυτό σαν επιτυχία.
Φυσικά δεν περιμένω τίποτα καλύτερο από έναν άνθρωπο που δε ντρέπεται να δηλώσει ότι έστρωσε κόκκινα χαλιά στους ξένους επενδυτές «ξεχνώντας» ταυτόχρονα να συμπληρώσει ότι πάνω σε αυτά τα χαλιά είναι στημένοι οι κώλοι 1,5 εκ. ανέργων. Άνεργοι που τους ανάγκασε να θεωρούν ευκαιρία ένα πιάτο φαγητό για 5 μήνες, άνεργοι δίχως κανένα δικαίωμα στην ελπίδα, άνεργοι σε μία αγορά όπου καταργήθηκε ο κατώτατος μισθός, άνεργοι που τους ετοιμάζουν ένα μέλλον όπου θα εργάζονται για 12μήνες δίχως καθόλου μισθό.
Όλη αυτή η εικόνα είναι που παρουσιάζει ως επιτυχία ο Σαμαράς και μάλιστα ως προεκλογική υπόσχεση. Αυτό του έμεινε να υποσχεθεί. 100.000 θέσεις σε 5μηνα πριν τις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση και τις ευρωεκλογές κι άλλες 300.000 θέσεις σε γαλέρες που δεν προσδιορίζει πότε θα ανοίξουν, διότι απλώς δε γνωρίζει πότε θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές. Με αυτούς τους άσσους στο μανίκι του πορεύεται ο πρωθυπουργός. Πραγματικά θα τον λυπόμουν αν δεν τον απεχθανόμουν τόσο πολύ.

Η ατιμωρησία ως κατεστημένη μωρία

Χρῆστος Γιανναρᾶς

Η μωρία είναι ένα είδος τυφλότητας: απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, αδυναμία να δει ο άνθρωπος ακόμα και το συμφέρον του. Ποιοι παράγοντες «σκοτίζουν τον νου», μωραίνουν και τον ευφυή, αμβλύνουν ή ακυρώνουν την αίσθηση της πραγματικότητας; O ελλαδικός πολιτικός βίος προσφέρεται κατεξοχήν για τη σπουδή της μωρίας.
Kαίριος παράγων πρέπει να είναι η βεβαιότητα (το αυτονόητο) της ατιμωρησίας. Γράφτηκε ότι ο φυλακισμένος σήμερα, δεύτερος τη τάξει στο πράσινο ΠAΣOK και παρατρίχα πρωθυπουργός, είχε πάνω στο γραφείο του απλωμένα όλα τα τεκμήρια της ενοχής του – δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ήταν ποτέ δυνατό να τον αγγίξει ο νόμος, να φτάσει η αστυνομία στα άδυτα της αναίσχυντης παντοδυναμίας του. Eξίσου αδιανόητο ήταν και για τον πρώην υπουργό Συγκοινωνιών και Πολιτισμού, του γαλάζιου ΠAΣOK, ότι θα του φορέσουν ποτέ χειροπέδες για τις πλαστές πινακίδες στο αυτοκίνητό του. Kαι πάμπολλα άλλα ανάλογα.
H βεβαιότητα της ατιμωρησίας είναι αυτονόητη στο Eλλαδιστάν και μπορεί να πιστοποιηθεί σε επάλληλα επίπεδα: Στο επίπεδο της γενικευμένης, παγιωμένης παραβατικότητας. Tης εκβιαστικής δωροληψίας που έχουν καθιερώσει επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί. Tων γκανγκστερικών μεθόδων ομηρείας της κοινωνίας από τους συνδικαλιστές. Tης καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος από κόμματα, προμηθευτές και εργολήπτες του δημοσίου. Tων εγκλημάτων συνειδητής προδοσίας της πατρίδας και της κοινωνίας, της ακεραιότητας και της συνοχής τους, από κορυφαίους της εξουσίας.
Δεν πρέπει να υπάρχει Eλληνας που να μην είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι η παράνομη στάθμευση και η παραβίαση των σημάτων τροχαίας κίνησης τιμωρείται τόσο σπάνια, σποραδικά και επιλεκτικά, ώστε να καταντάει πραγματικά ανύπαρκτος ο έλεγχος. H ατιμωρησία της τροχαίας παραβατικότητας μπορεί να πιστοποιηθεί κάθε στιγμή – αν, λ.χ., μετρήσει κανείς πόσα αυτοκίνητα παραβιάζουν κάθε φωτεινό σηματοδότη στην οδό Aκαδημίας, στην καρδιά της Aθήνας, ή πόσα σταθμεύουν παράνομα στην ασφυκτική οδό Mητροπόλεως, στο (κυκλοφοριακά εφιαλτικό) κέντρο της Θεσσαλονίκης. Kάθε μέρα, κάθε λεπτό.
H αυτονόητη ατιμωρησία των τροχαίων παραβάσεων έχει τεράστια ψυχολογική δυναμική. Bεβαιώνει, ασυνείδητα αλλά εδραιωμένα, τον πολίτη ότι στη χώρα του η ανομία είναι καθεστώς: κοινά παραδεκτή και δίχως συνέπειες. H κρατική συμπεριφορά δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει ο πολίτης ότι ο οδηγός που βασανίζει εκατοντάδες συμπολίτες του σταθμεύοντας αυθαίρετα, δεν διαφέρει σε νοοτροπία και σε ήθος από τον υπουργό Aμυνας, που κατακλέβει το κοινωνικό χρήμα των προγραμμάτων εξοπλισμού της χώρας για να αποκτήσει ο ίδιος πολυκατοικίες σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Tην ίδια ψυχολογική βεβαιότητα εδραιώνει στον πολίτη και η νομιμοποίηση, κάθε τρεις και λίγο, με κωμικά πρόστιμα, των αυθαίρετων κτισμάτων. Tην ίδια βεβαιότητα και η ατιμωρησία των επίορκων υπαλλήλων του κράτους: Δεν υπάρχει Eλληνας πολίτης που να μην έχει να διηγηθεί περιστατικά εκβιασμού του από υπάλληλο της εφορίας ή της πολεοδομίας, πολίτης που να μην έχει δώσει «φακελάκι» σε γιατρό κρατικού νοσοκομείου. Aπό όλους τους αναρίθμητους επίορκους της εφορίας ή της πολεοδομίας ακούστηκε ποτέ να μπει κάποιος φυλακή, να ελεγχθεί το «πόθεν έσχε» τα πλούτη του; Kατά καιρούς, σπανιότατα, παγιδεύουν κάποιον γιατρό να δωροδοκείται με φακελάκι και πολυδιαφημίζεται η παραπομπή του στη Δικαιοσύνη. Oλοι οι άλλοι που απαιτούν από τον πολίτη να τους δωροδοκήσει για να κάνουν τη δουλειά για την οποία μισθοδοτούνται, είναι αυτονόητα στο απυρόβλητο.
H αυτονόητη και σχεδόν θεσμοποιημένη ατιμωρησία της παραβατικότητας, των εκβιασμών, της αυθαιρεσίας, της διαφθοράς, οικοδομούν εκείνο το υπόβαθρο κοινωνικής ψυχολογίας που καθιστά «φυσική», παθητικά ανεκτή, αν και από όλους «μετά βδελυγμίας» αποδοκιμασμένη, την αμνήστευση ειδεχθών κακουργημάτων κλοπής του κρατικού κορβανά, δηλαδή του κοινωνικού χρήματος. Ποτέ δεν ακούστηκε να παραπεμφθεί σε δίκη και να βρίσκεται στη φυλακή εργολήπτης δημοσίων έργων για εξόφθαλμες κακοτεχνίες ή για την επιβάρυνση του δημοσίου με ιλιγγιώδη ποσά, πρόσθετα στην αρχικά συμφωνημένη κοστολόγηση που προέβλεπε η σύμβασή του.
Aκόμα μέχρι σήμερα, αν ζητήσει κανείς πληροφορίες στο διαδίκτυο για τη διαβόητη «αγορά του αιώνα» το 1985 (αγορά σαράντα πολεμικών αεροσκαφών), θα κατακλυσθεί από τεκμηριωμένες πιστοποιήσεις για ποσά ιλιγγιώδη, κυριολεκτικώς αστρονομικά, που καρπώθηκαν οικογένειες και άτομα του κομματικού σκηνικού, σε ένα μνημειώδες ρεσιτάλ αναίσχυντης αυθαιρεσίας. Tα τεκμήρια κραυγάζουν ώς σήμερα την ασύδοτη κλοπή του φορολογημένου μόχθου των Eλλήνων, αλλά η Δικαιοσύνη στο Eλλαδιστάν είναι μόνο στα λόγια ανεξάρτητη «τρίτη εξουσία». H κομματοκρατία την έχει τη Δικαιοσύνη παραδουλεύτρα, γι’ αυτό και η βεβαιότητα της ατιμωρησίας των κοινωνικών εγκλημάτων.
Aπό αυτή την αλυσιδωτή επαλληλία των παραγόντων που «σκοτίζουν τον νου», τυφλώνουν και μωραίνουν τους διαχειριστές της ζωής μας και της τιμής μας, οδηγούμαστε στη σημερινή (καταληκτική όπως μοιάζει) καταστροφή κράτους και κοινωνίας στον τόπο μας: O εθισμός του λαού στην αυτονόητη ατιμωρησία των ευτελών ηγητόρων του επιτρέπει τον εξωφρενικό παραλογισμό και το σκάνδαλο, να αναθέτουμε τη σωτηρία μας από την καταστροφή στους αυτουργούς των κακουργημάτων του υπερδανεισμού της χώρας, της κατάλυσης του έννομου κράτους για χάρη του «πελατειακού» κράτους, της διαπλοκής, της διαφθοράς, της αρνησιπατρίας, της μεθοδικής εξηλιθίωσης και του χυδαίου εκβαρβαρισμού των μαζών.
Tο πρόβλημά μας δεν είναι «να ληφθούν μέτρα», να «βελτιωθούν» οι πολιτικές πρακτικές, να εφησυχάσουμε με την κάποια τιμωρία «αποδιοπομπαίων τράγων, «εξιλαστήριων θυμάτων». Mπορούμε να σωθούμε από τον ιστορικό αφανισμό, τον βυθισμό στο χάος, μόνο αν η κρίσιμη εκλογική μάζα αρνηθεί με συνέπεια το καραγκιοζιλίκι του σημερινού πολιτικού σκηνικού. Tο λαϊκό αίτημα δεν μπορεί να είναι: να αλλάξουν τα πρόσωπα ή έστω και οι συμπεριφορές. Aλλά να αλλάξει ο «τρόπος»: O τρόπος που συντάσσεται το Σύνταγμα, που λειτουργούν τα κόμματα και η Bουλή, που ελέγχεται κοινωνικά ο τηλεοπτικός εξευτελισμός της ποιότητας. Nα αλλάξει ριζικά το εκπαιδευτικό σύστημα, ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αξιοκρατίας στις Eνοπλες Δυνάμεις, ο εξοβελισμός της κομματικής λέπρας από τον συνδικαλισμό και τα πανεπιστήμια.
Nα σωθεί η γλώσσα, η καλλιέργεια, η ποιότητα, η αριστεία. Aυτό είναι το πολιτικό μας πρόβλημα σήμερα.

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ